γραμμοσύρτης

γραμμοσύρτης
ο
ο γραμμογράφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμμοσύρτης — ο ο γραμμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμμή + σύρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμογράφος — ο όργανο ή μηχάνημα χρήσιμο στη γραμμογράφηση, γραμμοσύρτης: Γραμμογράφος μελάνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”